- σωρεύω
- ΝΜΑ [σωρός](κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ.γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔδ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς», Πολ.)μσν.μέσ. σωρεύομαι(για πλήθος ανθρώπων) συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαιαρχ.1. καλύπτω με σωρό («λιβάνῳ τοὺς βωμοὺς ἐσώρευσεν», Ηρώδ.)2. μτφ. επιβαρύνω, βαραίνω («γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.